ψωμοφάγος

ψωμοφάγος
ο , ψωμοφάγισσα и ψωμοφάγού η тот, кто ест много хлеба

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ψωμοφάγος" в других словарях:

  • ψωμοφάγος — ο, θηλ. ψωμοφαγού και ψωμοφάγισσα, Ν αυτός που τρώει πολύ ψωμί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψωμί + φάγος*] …   Dictionary of Greek

  • ψωμοφάγος — ο θηλ. ψωμοφαγού και ψωμοφάγισσα αυτός που τρώει πολύ ψωμί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψωμάς — ο, θηλ. ψωμάδαινα, Ν 1. αρτοποιός 2. ψωμοφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψωμί + κατάλ. άς (πρβλ. γαλατ άς)] …   Dictionary of Greek

  • ψωμοφαγία — η, Ν η ιδιότητα τού ψωμοφάγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψωμοφάγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»